πηγουνιά

πηγουνιά
η, Ν
βλ. πιγουνιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλυκυσίδη — γλυκυσίδη, η (Α) το φυτό παιωνία*, πηγούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + σίδη «γένος φυτών»] …   Dictionary of Greek

  • πιγουνιά — και πηγουνιά και πηγωνιά, η, Ν [πιγούνι] 1. χτύπημα με το πηγούνι 2. to φυτό παιωνία …   Dictionary of Greek

  • σεληνόγονος — ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ψηφακιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού παιωνία, αλλ. πηγουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”